μέσως

μέσως
μέσος
b
adverbial
μέσος
b
masc acc pl (doric)
μεσόω
to be in
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέσως — (ΑM) επίρρ. βλ. μέσος …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻՋԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0278 Chronological Sequence: 8c մ. μέσως mediocriter, moderate, ut medium. Միջակ օրիանակաւ. զմիջին վիճակ յինքեան բերեալ. եւ Անխտիր. *Զգայականն՝ միջակաբար ունելով ըստ իւրում բնութեանն զիմանալւոյն եւ զնիւթականին բնութիւնս. Նիւս. կազմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”